- ασύνοπτος
- ἀσύνοπτος, -ον (AM) [σύνοπτος < συνορώ]1. αυτός που δεν διακρίνεται ή που δεν γνωρίζεται εύκολα, ο δυσδιάκριτος2. εκείνος που δεν διακρίνεται καθαρά στο σύνολό του ή σε συσχετισμό με κάποιον άλλον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀσύνοπτος — not easily perceived masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσύνοπτον — ἀσύνοπτος not easily perceived masc/fem acc sg ἀσύνοπτος not easily perceived neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυνόπτων — ἀσύνοπτος not easily perceived masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσύνοπτα — ἀσύνοπτος not easily perceived neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)